αλληστρατίζω

αλληστρατίζω

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αλληστρατίζω" в других словарях:

  • αλληστρατίζω — και αλλοστρατίζω αλλάζω στράτα, ακολουθώ άλλο δρόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αλληστρατίζω < φρ. άλλη στράτα. Το αλλοστρατίζω < αλλο * + στράτα. ΠΑΡ. νεοελλ. αλληστράτισμα] …   Dictionary of Greek

  • άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… …   Dictionary of Greek

  • αλληστράτισμα — το [αλληστρατίζω] αλλαξοδρόμισμα, παραστράτημα …   Dictionary of Greek

  • αλλοστρατίζω — βλ. αλληστρατίζω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»